Dictionary of Greek. 2013.
διρρυμία — διρρυμία, η (Α) [δίρρυμος] 1. το να είναι κάτι δίρρυμο 2. διπλός ρυμός … Dictionary of Greek
δίρρυμα — δίρρῡμα , δίρρυμος with two poles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)